Η Λιβαδειά (Λειβαδιά/Λεβάδεια) είναι πρωτεύουσα του νομού Βοιωτίας και βρίσκεται σε υψόμετρο 160 μέτρων, στο δυτικό τμήμα του νομού, στο άκρο της πεδιάδας της Κωπαΐδας. Βορειοδυτικά της πόλης υψώνεται o Παρνασσός και vότια o Ελικώνας, στoυς πρόπoδες τoυ oπoίoυ είναι κτισμέvη η παλιά πόλη, ενώ διαρρέεται από τον μικρό ποταμό Έρκυνα.Στον Όμηρο δεν αναφέρεται με τη σημερινή ονομασία της, όμως πολλοί ιστορικοί μεταξύ των οποίων και ο Παυσανίας θεωρούν ότι υπήρχε την περίοδο εκείνη και την ταυτίζουν με τη Μίδεια, πιθανότατα το ομηρικό της όνομα. Έτσι αναφέρεται από τον Όμηρο ανάμεσα στις βοιωτικές πόλεις που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο. Αργότερα φέρεται να μετονομάστηκε σε Λεβάδεια από τον Αθηναίο Λέβαδο, που μετοίκησε τους κατοίκους σε υπώρεια παρακείμενου λόφου.
Στην αρχαιότητα η Λιβαδειά ήταν περίφημη για το Μαντείο του Τροφωνίου, το οποίο είχαν επισκεφθεί και συμβουλευθεί ο Κροίσος, ο Μαρδόνιος, ο Αιμίλιος Παύλος κ.ά. Η πόλη ήταν μέλος του Κοινού των Βοιωτών, έχοντας κοινό νόμισμα και ακολούθησε την τύχη των άλλων βοιωτικών πόλεων. Το 395 π.Χ. λεηλατήθηκε από τον Λύσανδρο, λίγο πριν από τη Μάχη της Αλιάρτου και το 86 π.Χ. όπου συνέβη η κατάληψη και λεηλασία του ναού του Τροφωνίου από τον Αρχέλαο, στρατηγό του Μιθριδάτη, πριν τη Μάχη της Χαιρώνειας μεταξύ αυτού και των Ρωμαίων υπό τον Σύλλα. Ωστόσο γνώρισε ιδιαίτερη ακμή τον 2ο μ.Χ. αιώνα λόγω των πολλών ιερών και ναών της. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη δεξιά όχθη της Έρκυνας και τα περισσότερα οικοδομήματα καθώς και μεγάλος αριθμός επιγραφών χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Ο σημαντικότερος όμως αρχαιολογικός χώρος είναι το μαντικό ιερό του Τροφωνίου, στην αριστερή όχθη της Έρκυνας. Στο ιερό αυτό άλσος λειτουργούσε μέχρι την κατάργηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από τον ιβηρικής καταγωγής Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδόσιο Α΄. Μέσα στο άλσος, εκτός από το ιερό του Τροφωνίου, υπήρχαν χώροι ή κτίσματα αφιερωμένα στη λατρεία της Αγαθής Τύχης, του Αγαθού Δαίμονος, της Αρτέμιδος, του Ερμή, του Διονύσου και θεοτήτων του τοκετού. Υπήρχαν επίσης ο τάφος του Αρκεσίλαου, ιερά του Απόλλωνα και της Δήμητρας, καθώς και ημίεργος ναός του Διός Βασιλέως, προς τιμήν του οποίου τελούνταν κατά τον μήνα Πάναμο τα Βασίλεια, γιορτή με αγώνες και πομπές κανηφόρων που καθιερώθηκε το 371 π.Χ. σε ανάμνηση της νίκης των Βοιωτών στα Λεύκτρα.
Στους πρώτους αιώνες της βυζαντινής περιόδου, μετά τις καταστροφές που είχε υποστεί από τους Χριστιανούς η Λιβαδειά δεν παρουσίασε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Μετά από σειρά πολιτικών και εκκησιαστικών μεταβολών, τελικά κατέληξε στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η οικονομία της, κυρίως αγροτική, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα από τις βαρβαρικές επιδρομές του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα, ιδίως υπό του Αλάριχου αλλά και κατά τη μεταβατική περίοδο του 7ου αιώνα λόγω σεισμών οπότε και τελικά ερημώθηκε. Κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση των «θεμάτων» εντάχθηκε στο «Θέμα της Ελλάδος» και από τον 9ο αιώνα γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη. Η οικονομική ακμή της Θήβας ευνόησε την ακμή και της Λιβαδειάς μέχρι τα μέσα του 12ου αιώνα, οπότε οι ληστρικές επιδρομές των Νορμανδών αποδυνάμωσαν την καλλιέργεια και τη βιομηχανία μέταξας στην ευρύτερη περιοχή περιορίζοντας την εμπορική κίνηση.
Μετά την κατάληψη της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), η Λιβαδειά παραχωρήθηκε στον «κύριο των Αθηνών» Όθωνα ντε Λα Ρος και, έναν αιώνα αργότερα μετά τη Μάχη του Κηφισού (1311), οι κάτοικοι παρέδωσαν το κάστρο της πόλης στους νικητές Καταλανούς με αντάλλαγμα την παραχώρηση προνομίων. Την περίοδο αυτή η Λιβαδειά γνωρίζει μεγάλη εμπορική ακμή. Η καταλανική κυριαρχία συνεχίστηκε υπό την επικυριαρχία του βασιλιά της Σικελίας Φρειδερίκου ως τον Μάιο του 1388, οπότε η περιοχή του δουκάτου των Αθηνών περιήλθε στον Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι.
Στα 1458 η Λιβαδειά περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αποτέλεσε διοικητική υποπεριφέρεια (καζά), που υπαγόταν ως το 1470 στο Σαντζάκι Τρικάλων και αργότερα στο Σαντζάκιο Ευρίπου. Τον 16ο αιώνα ήταν χάσι (= τόπος χατζήδων) Οθωμανών αξιωματούχων και από την 3η ή 4η δεκαετία του 17ου αιώνα υπήρξε βακούφι της Μέκκας ή, κατ’ άλλους, της Μεδίνας. Τον 18ο αιώνα η πρόσοδος του καζά της Λιβαδειάς αφιερώθηκε στο Γενί-Τζαμί του Σκούταρι, που το είχε ιδρύσει η σύζυγος του σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄, η μετέπειτα Βαλιδιέ Σουλτάνα (= Βασιλομήτωρ).
Παρά τις καταστροφές που είχε υποστεί από τις πολεμικές συγκρούσεις στη Βοιωτία στη διάρκεια του Τουρκο-Ενετικού πολέμου του 1684-1699 (το 1694 και το 1695), από τις αρχές του 18ου αιώνα υπήρξε στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας. Μετά την αφιέρωση των προσόδων στο Γενί-Τζαμί, όπου και είχε τεθεί υπό την αιγίδα της Βελιδιέ Σουλτάνας χορηγήθηκαν στους κατοίκους ιδιαίτερα προνόμια αυτοδιοίκησης, με συνέπεια την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμού και τη δημιουργία μιας τάξης αρχόντων.
Ο βοεβόδας για παράδειγμα δεν μπορούσε να λάβει καμία απόφαση χωρίς τη συγκατάθεση των προκρίτων της πόλης, ενώ 10 περίπου οικογένειες αποτελούσαν την αριστοκρατία της γης και της πόλης. Στα τέλη του 18ου αιώνα χαρακτηριζόταν ως «η μεγαλύτερη πόλη της Βοιωτίας», καθώς βρισκόταν στον εμπορικό δρόμο Πελοποννήσου-Μακεδονίας, με «αξιόλογη πραγματεία εις μαλλιά, σιτάρι, ρύζι, τα οποία χορηγεί εις άλλα μέρη της Ελλάδος και ξένους τόπους».
Στις παραμονές της Επανάστασης του 1821, η «Γκιαούρ Λιβαδειά», όπως ονομαζόταν από τους Τούρκους, για τον πολυάριθμο ελληνικό πληθυσμό της (10.000 Έλληνες), που επιδίδονταν στη γεωργία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία, η πόλη ήταν το κέντρο των ενεργειών της Φιλικής Εταιρείας στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, στην οποία και είχαν μυηθεί οι πρόκριτοί της Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης και Ιωάννης Φίλων. Την εποχή εκείνη βοεβόδας της Λιβαδειάς ήταν ο Καρά Ισμαήλ Αγάς. Όταν ο τελευταίος έλαβε είδηση ότι κάποια κίνηση ετοιμάζουν οι Χριστιανοί κάτοικοι υποπτεύθηκε ότι ήταν ενέργεια του Αλή πασά σε αντιπερισπασμό εναντίον του οποίου κινούνταν σουλτανικά στρατεύματα.
Ζήτησε λοιπόν από τον προϊστάμενό του Πασά της Χαλκίδας τη θανάτωση όλων των προκρίτων της περιοχής ή τουλάχιστον τη σύλληψή τους, όπως είχε ενεργήσει και ο καϊμακάμης της Τριπολιτσάς. Οι  πρόκριτοι κατάφεραν με διάφορες ενέργειες και δωροδοκίες να κηρυχθούν αθώοι αλλά και εκμεταλλευόμενοι την υψηλή προστασία της πόλης να πετύχουν την αντικατάσταση του βοεβόδα δια του Χασάν Αγά. Ανεπιτήρητοι πλέον συνέχισαν την προετοιμασία της εξέγερσης δίνοντας στον κάτοικο της Λιβαδειάς, Αθανάσιο Διάκο, την ανάληψη της αρχηγίας των όπλων στη περιοχή σε συνεργασία με τον από Αράχοβα σύντροφό του, Βασίλη Μπούσγο.
Η έκρηξη της Επανάστασης στη περιοχή της Λιβαδειάς εκδηλώθηκε τη νύχτα της 25ης προς την 26η Μαρτίου του 1821 όταν έπεσε το «πρώτο βόλι» από τον Βασίλη Μπούσγο και τους ένοπλους άνδρες του, στη θέση «στενό του Ζεμενού» σκοτώνοντας μερικούς Τούρκους. Η εμπλοκή αυτή που φέρεται να έγινε με υπόδειξη του Αθανασίου Διάκου λόγω της παρατεινόμενης ασυμφωνίας και αναβλητικότητας των προκρίτων της Λιβαδειάς, έσπευσε να παρουσιάσει ευφυέστατα στον Χασάν Αγά της Λιβαδειάς ο ίδιος ο Α. Διάκος ως δήθεν επίθεση της εμπροσθοφυλακής του Ο. Ανδρούτσου που πλησίαζε με 10.000 Έλληνες επαναστάτες. Κατόπιν αυτού την ίδια ημέρα (26 Μαρτίου) ο Α. Διάκος έλαβε την άδεια της ελεύθερης στρατολόγησης ενόπλων ανδρών. Παρ’ ότι και σε νέα προσπάθεια ο Α. Διάκος δεν πέτυχε τη σύμπνοια των προκρίτων προχώρησε σε πολεμικές ενέργειες αγνοώντας τους. Έτσι τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου κατέλαβε τον λόφο του Προφήτη Ηλία κατ΄ απέναντι θέση από το κάστρο της Λιβαδειάς, στο οποίο είχαν καταφύγει οι Τούρκοι έχοντας μαζί τους ως ομήρους τους 2 προεστώτες. Από εκεί μετά την άρνηση του Χασάν αγά να παραδώσει την πόλη ο Α. Διάκος άρχισε την επίθεση. Στις 31 Μαρτίου, κατελήφθη η πόλη ενώ οι Τούρκοι παραδόθηκαν και στις 1 Απριλίου παραδόθηκε το κάστρο. Δύο μήνες περίπου μετά, στις 26 Ιουνίου, διερχόμενος από την περιοχή ο Ομέρ Βρυώνης πυρπόλησε το κάστρο και μεγάλο μέρος της πόλης.
Γενικά στη διάρκεια της Επανάστασης η πόλη δοκιμάστηκε επανειλημμένα από τις τουρκικές στρατιές που κατευθύνονταν στην Πελοπόννησο, ενώ στην περιοχή δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του Αγώνα.
Με τη συγκρότηση του ελληνικού «κράτους κατ' εντολή», επί Ι. Καποδίστρια, η Λιβαδειά άρχισε να ανασυγκροτείται. Οι κάτοικοι που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές επανήλθαν και το 1841 η πόλη ήταν πλέον ένα από τα εύρωστα οικονομικά κέντρα του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου. Αποτέλεσε διοικητικό κέντρο της περιοχής.

Πηγή:
www.livadia.gr