Οι Dufaure, (1975), Sebrier, (1977), Higgs (1988), Doutsos et al., (1988), Ori, (1989), παρατήρησαν ότι ο Κορινθιακός κόλπος κατά το Πλειόκαινο, καταλάμβανε μεγαλύτερη έκταση, καλύπτοντας σημαντικό εύρος του σημερινού νοτίου περιθωρίου. Οι Seger & Alexander, (1993) υπολόγισαν τη συνολική έκταση των Πλειο-Πλειστοκαινικών ιζηματογενών αποθέσεων που αποδίδονται στο περιβάλλον του Κορινθιακού κόλπου στα 1700 km² περίπου. Οι Dufaure, (1975), Sebrier, (1977), Jackson & McKenzie, (1983), και Ori, (1989) παρατήρησαν επιπλέον ότι τα νοτιότερα ρήγματα, της τάφρου, υπήρξαν ενεργά ενώ σήμερα η ενεργότητα συγκεντρώνεται στα ρήγματα που βρίσκονται βορειότερα. Βασιζόμενοι στη συνολική κατακόρυφη μετατόπιση και τη βιοστρωματογραφία κατά μήκος των χερσαίων κανονικών ρηγμάτων (ληστρικού χαρακτήρα), οι Doutsos & Poulimenos, (1992) και Goldsworthy & Jackson (2001) υποστήριξαν ότι η κύρια βύθιση της τάφρου μετανάστευσε βορειότερα στη διάρκεια του Τεταρτογενούς. Στην ίδια διαπίστωση καταλήγουν και οι Armijo et al., (1996), οι οποίοι προσθέτουν ότι η προς βορρά μετανάστευση της τάφρου είναι της τάξης των 25-30 km και πιθανά να συντελέστηκε με διαδοχικά άλματα μεταξύ του άνω-Πλειοκαίνου και κάτω-Τεταρτογενούς.
Οι Brooks & Ferentinos, (1984); Doutsos et al., (1988); Doutsos & Piper (1990) και Armijo et al., (1996) θεωρούν ότι η κύρια ανάπτυξη του Κορινθιακού συντελέστηκε στη διάρκεια του Τεταρτογενούς.
Οι Ori, (1989) και Doutsos & Piper, (1990) προτείνουν οτι η ανάπτυξη της Κορινθιακής τάφρου συντελείται σε δύο (2) κύρια στάδια. Στη πρώτη φάση, ο «πρωτο-Κορινθιακός κόλπος» χαρακτηρίζεται από την απόθεση χερσαίων ιζημάτων και αποθέσεις ρηχών νερών. Στη διάρκεια της δεύτερης φάσης ο Κορινθιακός κόλπος αποκτά προδευτικά το σημερινό του σχήμα και η ιζηματογένεση χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό ενός συνόλου από δέλτα τύπου Gilbert κατά μήκος του νοτίου περιθωρίου και απόθεση τουρβιδιτών στο κέντρο του κόλπου. (Ori, 1989; Doutos & Piper, 1990; Poulimenos et al., 1993; Zelilidis & Kontopoulos 1996; Zelilidis 2000 & 2003). Οι ιζηματογενείς αποθέσεις του δεύτερου σταδίου χαρακτηρίζουν περιβάλλοντα βαθιάς θάλασσας και απαιτούν μεγάλο χώρο απόθεσης (accommodation space). Ο Ori, (1989) θεωρεί τη πρώτη φάση σχετικά παλαιά και την συσχετίζει με την διάνοιξη του Αιγαίου στα τέλη Μειοκαίνου. Οι Armijo et al., 1996; Tiberi et al., 2001; Westaway, 2002, υιοθετούν το μοντέλο διάνοιξης του κόλπου σε δύο στάδια προκειμένου να εξηγήσουν τα μορφοτεκτονικά χαρακτηριστηκά της Κορινθιακής τάφρου.
Οι Doutsos et al., (1988) πρότειναν ότι η διάνοιξη της τάφρου επεκτείνεται προς τα Δυτικά μεταξύ Πλειοκαίνου και Τεταρτογενούς. Η πρότασή τους στηρίχθηκε: (1) στην παρατήρηση ότι επί του χερσαίου τμήματος του νοτίου περιθωρίου, οι Πλειοκαινικές - Τεταρτογενείς αποθέσεις απολεπτύνονται προς τα δυτικά όπου και τα Πλειοκαινικά ιζήματα αποσβένουν, (2) στον υπολογισμό του μέγιστου ποσοστού διαστολής, το οποίο από 50% στον κεντρικό Κορινθιακό μειώνεται σε 20% στην περιοχή του Ρίο και φθάνει το 10% στην τάφρο του Πατραϊκού κόλπου και (3) στην παρατήρηση ότι η τάφρος στενεύει προς τα Δυτικά και κατ’ επέκταση στην ίδια διεύθυνση μειώνεται και ο ρυθμός βύθισης.
Την προς τα δυτικά επέκταση της τάφρου υποστηρίζουν και οι Le-Pichon (1995), Armijo et al., (1996), εκτιμώντας ότι το αθροιστικό ποσοστό διαστολής κατά μήκος της τάφρου του Κορινθιακού, μειώνεται από ανατολικά προς τα δυτικά.

Συνέχεια