Από πολύ νωρίς ο Κορινθιακός κόλπος, με τα ιδιαίτερα μορφολογικά του χαρακτηριστικά και το σημαντικό μορφολογικό ανάγλυφο, προσέλκυσε το γεωλογικό επιστημονικό ενδιαφέρον. Το 1966, οι B. C. Heezen, M. Ewing και G. L. Johnson, αναφέρουν τα αποτελέσματα του πρώτου σύγχρονου ερευνητικού πλόα που εκτελέστηκε στο Κορινθιακό κόλπο το 1956 με το ωκεανογραφικό σκάφος RV Vema. Στην εργασία τους αυτή, περιγράφουν τον Κορινθιακό κόλπο ως μια βαθιά (μέγιστο βάθος 850 m) θαλάσσια λεκάνη με σχηματισμένη υφαλοκρηπίδα, κατωφέρεια και αβυσσική πεδιάδα, στο πυθμένα της οποίας εντοπίζονται εναλλαγές ιζημάτων θαλάσσιας και λιμνο-θαλάσσιας προέλευσης.
Ακολουθούν, στη δεκαετία του 1980, οι εργασίες των Brooks & Ferentinos (1984), Perissoratis et al., (1984), Myrianthis et al., (1985), Higgs (1988) και Ferentinos et al., (1988) οι οποίες παρουσιάζουν τα πρώτα δεδομένα σεισμικής ανάκλασης από το πυθμένα του Κορινθιακού κόλπου και θέτουν τα θεμέλια της μετέπειτα επιστημονικής έρευνας εντός του Κορινθιακού κόλπου. Η έντονη και συχνά καταστροφική σεισμική δραστηριότητα αναζωπυρώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα την ανάγκη της επιστημονικής κοινότητας να μελετήσει και κατανοήσει την τεκτονική τάφρο του Κορινθιακού κόλπου. Οι ταχύτατοι ρυθμοί διάνοιξης της τάφρου και η προσβασιμότητα της περιοχής κατατάσσουν το Κορινθιακό κόλπο μαζί με της λίμνες Malawi και Tanganyika (Αφρική), κόλπο του Suez (Ερυθρά Θάλασσα), τη λίμνη Baikal (Ανατολική Σιβηρία), και την λεκάνη Woodlark (Ειρηνικό) ανάμεσα στις πλέον «διάσημες» ενεργές τεκτονικές τάφρους στο κόσμο. Τα χαρακτηριστικά μιας πλήρως σχηματισμένης θαλάσσιας λεκάνης σε συνδυασμό με τις σχετικά μικρές διαστάσεις του κόλπου, καθιστούν τον Κορινθιακό κόλπο, ένα ιδιαίτερα ελκυστικό εργαστήριο για ωκεανογραφικές και θαλάσσιες γεωλογικές μελέτες.

Συνέχεια