Το χερσαίο βόρειο περιθώριο του Κορινθιακού κόλπου αποτελείται ως επί το πλείστον, από Μεσοζωικούς ασβεστόλιθους, ενώ το νότιο περιθώριο αποτελείται από Πλειοκαινικές ιζηματογενείς αποθέσεις θαλάσσιας και λιμνοθαλάσσιας προέλευσης τα οποία υπόκεινται Πλειστοκαινικών ποτάμιων και λιμνοθαλάσσιων αποθέσεων (Keraudren & Sorel; 1987; Doustos et al., 1988; Ori, 1989; Poulimenos et al., 1989; Doustos & Piper, 1990; Seger & Alexander, 1993; Dart et al., 1994; Armijo et al., 1996).
Ο πυθμένας της λεκάνης του Κορινθιακού καλύπτεται από ιζήματα πάχους τουλάχιστον 1000m, μετά-Καλάβριας ηλικίας τα οποία συνίστανται από τουρβιδίτες με παρεμβολές ροών κορημάτων (debris flows) (Brooks & Ferentinos, 1984; Higgs, 1988). Ο μέσος ρυθμός ιζηματογένεσης που πρότειναν οι Brooks & Ferentinos, για την περίοδο από τα τέλη του Καλαβρίου έως και σήμερα είναι 1mm/yr. Αντίστοιχα οι Varnavas et al., (1986) υπολόγισαν ότι ο σημερινός ρυθμός ιζηματογένεσης κυμαίνεται μεταξύ 0,8 και 2,5 mm/yr. Οι Collier et al., (2000) αναφέρουν ότι η παροχή ιζήματος στη λεκάνη των Αλκυονίδων, παρουσιάζει ισχυρή εποχιακή διακύμανση, με αύξηση που ξεπερνά το 60%, στη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου (OIS2-4) (2,22x104 m³ yr-1, 70 - 12ka) συγκριτικά με τη προηγούμενη μεσοπαγετώδη περίοδο (OIS5) (1,29x104 m³ a-1, 128 - 70 ka). Οι Perissoratis et al., (2000), βασιζόμενοι σε εκτιμήσεις του ιζηματογενούς φορτίου των ποταμών, προτείνουν ένα μέσο ρυθμό ιζηματογένεσης της τάξης του 0,25 mm/yr, ενώ οι Papatheodorou et al., (2003), αναφέρουν ρυθμούς της τάξης των 0,4 με 2,8 mm/yr, αναλύοντας αποθέσεις ερυθράς ιλύος στο κέντρο του Κορινθιακού κόλπου για την περίοδο 1974 -1984. Τέλος, οι Moretti et al., (2004) υπολογίζουν το μέγιστο μέσο ρυθμό ιζηματογένεσης τα τελευταία 20.000 χρόνια, σε 1,8 mm/yr, βασιζόμενοι στην ανάλυση πυρήνων ιζημάτων μήκους έως και 30 μέτρων (piston cores) από το κέντρο του Κορινθιακού κόλπου.
Οι Perissoratis et al., (2000) και Collier et al., (2000), παραθέτουν τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία ότι ο Κορινθιακός κόλπος μεταβαίνει διαδοχικά από θάλασσα σε λίμνη, στη διάρκεια των παγετωδών περιόδων κατά τις οποίες η χαμηλή στάθμη θάλασσας πέφτει κάτω από το οριακό βάθος του στενού του Ρίου - Αντιρίου (62 - 70 m κάτω από το σημερινό επίπεδο της θάλασσας), με αποτέλεσμα ο κόλπος να απομονώνεται από την ανοικτή θάλασσα. Η παραπάνω ιδέα προτάθηκε αρχικά από τους Piper & Panagos, 1979; Richter et al., 1979, και υποστηρίχθηκε στη συνέχεια από ευρήματα θαλάσσιων και λιμνοθαλάσσιων ιζηματογενών αποθέσεων, από τους περισσότερους ερευνητές στη περιοχή.
Οι ευστατικές μεταβολές της στάθμης της θάλασσας στο Τεταρτογενές σε συνδυασμό με την δράση των ρηγμάτων του νοτίου περιθωρίου του κόλπου, είχαν ως αποτέλεσμα την ανύψωση και έκθεση στην επιφάνεια, σε υψόμετρο έως και 400 m, διαδοχικών σειρών θαλάσσιων αναβαθμίδων (Keraudren & Sorel, 1987; Doutsos & Piper, 1990; Collier et al., 1992; Armijo et al., 1996; Dia et al., 1997).
Η ιζηματογένεση στον Κορινθιακό κόλπο είχε και έχει ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό παλαιών και σύγχρονων δελταϊκών ριπιδίων τα οποία προελαύνουν προς βορρά από τα νότια περιθώρια του κόλπου. Τα προγενέστερα (Πλειόκαινο - Τεταρτογενές) δελταϊκά ριπίδια βρίσκονται σήμερα ανυψωμένα έως και 1000 με 1200m πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στις βόρειες ακτές της Πελοποννήσου (Ori, 1989; Poulimenos et al., 1993; Dart et al., 1994; Zelilidis & Kontopoulos, 1996). Τα δελταϊκά αυτά ριπίδια αναγνωρίστηκαν από τους (Ori, 1989; Doutsos & Piper, 1990; Seger & Alexander, 1993; Dart et al., 1994; Collier & Gawthorpe, 1995) ως τύπου Gilbert (χονδρόκοκκα, τριμερούς γεωμετρίας δελταϊκά ριπίδια κατά τον Gilbert, 1885). Οι Poulimenos et al., (1993) και Zelilidis & Kontopoulos, (1996) αναγνώρισαν στο δυτικό Κορινθιακό κόλπο, έναν καινούργιο υποτύπο των κατηγορίας Gilbert δελταϊκών ριπιδίων, τα τραπεζοειδή δελταϊκά ριπίδια. Τα τραπεζοειδή δελταϊκά ριπίδια, χαρακτηρίζονται από την απουσία του τρίτου και κατώτερου τμήματος (bottomsets) ενός δελταϊκού ριπιδίου τύπου Gilbert. Ο ιδιαίτερος αυτός τύπος ριπιδίων αποδίδεται από τους ερευνητές στις ιδιαίτερες τεκτονικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή και εμποδίζαν την απόθεση στο κατώτερο τμήμα των ριπιδίων αυτών.
Τα σύγχρονα υποθαλάσσια δελταϊκά και αλλουβιακά ριπίδια σχηματίζονται κατά μήκος των ακτών του νοτίου περιθωρίου του Κορινθιακού κόλπου, στις περιοχές εκβολής των ποταμών (Ferentinos et al., 1988; Seger & Alexander, 1993; Dart et al., 1994; Collier & Gawthorpe, 1995). Ο σχηματισμός των ριπιδίων τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν αποδίδεται στις ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούν στο Κορινθιακό κόλπο (συνδυασμός έντονου μορφολογικού αναγλύφου και υψηλών ρυθμών παροχής ιζήματος κατά μήκος των ακτών του κόλπου) (Seger & Alexander, 1993; Collier & Gawthorpe, 1995).
Στο κεντρικό Κορινθιακό κόλπο, στις περιπτώσεις όπου τα ποτάμια προεκτείνονται υποθαλάσσια, μέσω χαραδρώσεων που διατέμνουν την κρηπίδα και την κατωφέρεια, σχηματίζονται άλληλο-επικαλυπτόμενα υποθαλάσσια ριπίδια με παρενστρώσεις ροών κορημάτων και τουρβιδιτικών αποθέσεων (Ferentinos et al., 1988).
Οι Λυμπέρης κα., (1998), διέκριναν περιβάλλοντα ιζηματογένεσης εντός του κόλπου τα οποία χαρακτηρίζονται από περιορισμένη προσφορά ιζημάτων από τη χέρσο. Στον ανατολικό Κορινθιακό κόλπο, εκτεταμένες βαρυτικές μετακινήσεις μαζών τροφοδοτούν με ίζημα τα βαθύτερα τμήματα της λεκάνης, κατακερματίζοντας παλαιότερες αποθέσεις κατά μήκος του υφαλορίου και της ανώτερης πλαγιάς. Οι βαρυτικές μετακινήσεις μαζών, μεταφέρουν και αποθέτουν τα ιζήματα αυτά στα βαθύτερα σημεία του κόλπου (Papatheodorou & Ferentinos, 1993). Οι Heezen et al., (1966), Perissoratis et al., (1984), Varnavas et al., (1986), Ferentinos et al., (1988), Λυκούσης, (1990), Παπαθεοδώρου, Γ., (1990), Papatheodorou & Ferentinos, (1993), Papatheodorou & Ferentinos, (1997), Hasiotis et al., (2002), Papatheodorou et al., (2003) και Moretti et al., (2004) παρουσίασαν αποδείξεις ότι βαρυτικές μετακινήσεις μαζών είναι ιδιαίτερα ενεργές και ότι οι αποθέσεις τους συνιστούν τμήμα των επιφανειακών ιζημάτων του πυθμένα του Κορινθιακού κόλπου. Το φάσμα των βαρυτικών μετακινήσεων μαζών που αναγνωρίστηκαν περιλαμβάνει, κατολισθήσεις, ροές κορημάτων, ροές ιλύος, ρευστοποιημένες ροές, τουρβιδιτικά ρεύματα (Ferentinos et al., 1988; Papatheodorou & Ferentinos, 1993; Papatheodorou & Ferentinos, 1997; Hasiotis et al., 2002; Papatheodorou et al., 2003).
Στη βόρεια Πελοπόννησο, οι Seger & Alexander, (1993) και Zelilidis, (2000), διέκριναν τις λεκάνες απορροής των ποταμών σε διαφορετικούς τύπους, όπου κάθε τύπος αντανακλά την από δυτικά προς τα ανατολικά διαφορετική επίδραση της τεκτονικής, της λιθολογίας του υποβάθρου και του προϋπάρχοντος τοπογραφικού αναγλύφου. Σύμφωνα με τους Seger & Alexander, (1993), ο σχηματισμός και οι διαφορές των δελταϊκών ριπιδίων αποδίδεται κύρια στους διαφορετικούς τύπους λεκανών απορροής που τα τροφοδοτούν.
Οι Collier & Gawthorpe, (1995) επισήμαναν το πως η τοπογραφία, η διάβρωση, και η διανομή των ιζημάτων ελέγχονται από μεγάλα σεισμογόνα κανονικά ρήγματα. Η διάταξη και ο προσανατολισμός των περιφερειακών κανονικών ρηγμάτων καθορίζουν το μέγεθος της λεκάνης ιζηματογένεσης και της λεκάνης αποροής. Η λεκάνη απορροής είναι αυτή που παρέχει το κλαστικό υλικό στα κέντρα απόθεσης εντός της λεκάνης ιζηματογένεσης (Leeder, 1991; Leeder & Jackson, 1993; Collier et al., 1994). Επιπλέον οι Dart et al., (1994) και οι Collier & Gawthorpe, (1995), παρουσίασαν στοιχεία για το πως μεταβολές του επιπέδου της στάθμης της θάλασσας / λίμνης, του κλίματος, της πηγής τροφοδοσίας σε ίζημα και η ύπαρξη προγενέστερων λεκανών απορροής (antecedent drainage) επηρεάζουν την ιζηματογένεση και αφήνουν τα ίχνη τους πάνω στο περίγραμμα των ιζηματογενών αποθέσεων.
Οι Leeder & Jackson, 1993, υπέδειξαν την ιδιαίτερη σημασία των προγενέστερων διατηρούμενων λεκανών απορροής στο καθορισμό των κύριων θέσεων εισαγωγής ιζηματογενούς φορτίου στη λεκάνη. Ενώ οι Dufaure, (1975); Seger & Alexander, (1993); Dart et al., (1994); Zelilidis (2000), αναγνώρισαν ποταμούς που τροφοδοτούνται από προγενέστερες διατηρημένες λεκάνες απορροής και οι οποίοι με τη σειρά τους τροφοδοτούν σύγχρονα δελταϊκά ριπίδια. Οι ζώνες μεταβίβασης (transfer / relay zones) με το χαμηλό τοπογραφικό τους ανάγλυφο θεωρείται ότι ευνοούν σε κάποιο βαθμό το σχηματισμό ριπιδίων καθώς υποβοηθούν την πρόσβαση στον κόλπο λειτουργώντας ως άξονες μεταφοράς ιζηματογενών φορτίων (Poulimenos et al., 1993; Dart et al., 1994; Collier & Gawthorpe, 1995; Λυμπέρης κ.α., 1998). Τον κύριο έλεγχο στη δημιουργία αξόνων μεταφοράς ιζημάτων προς τον κόλπο έχουν οι προγενέστερες διατηρημένες λεκάνες απορροής και σε μικρότερο βαθμό επηρεάζει η παρουσία ζωνών μετάβασης (transfer zones) (Crossley, 1984; Leeder & Gawthorpe, 1987; Dart et al., 1994).