Αρχαιολογικοί Χώροι
Θήβα
Η σύγχρονη Θήβα είναι χτισμένη στην ίδια θέση με την αρχαία, μίας από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαιότητας. Η περιοχή κατοικήθηκε από τους νεολιθικούς χρόνους και άκμασε ιδιαίτερα τη Μυκηναϊκή εποχή. Μάλιστα στη μυκηναϊκή ακρόπολη της, την Καδμεία, τα ερείπια του αρχαίου πολιτισμού είναι ακόμη ορατά. Η οχύρωση ήταν κατασκευασμένη από ογκόλιθους πάνω στο φυσικό βράχο, αν και μόνο λίγα τμήματα του τείχους διατηρούνται σήμερα. Από τα σημαντικότερα μνημεία της είναι το μυκηναϊκό Ανάκτορο, ο ναός του Ισμηνίου Απόλλωνα και οι πύλες της Καδμείας.
Το Μυκηναϊκό Ανάκτορο ή Καδμείον χρονολογείται στο 13ο αιώνα π.Χ. και βρίσκεται περίπου στο κέντρο της ακρόπολης. Το ανάκτορο ήταν διακοσμημένο με τοιχογραφίες όπου έχουν βρεθεί πινακίδες Γραμμικής Β’ γραφής και αμφορείς. Το ανάκτορο καταστράφηκε από πυρκαγιά περίπου το 1200 π.Χ.
Ο ναός του Ισμηνίου Απόλλωνα οικοδομήθηκε μετά τη νίκη των Λεύκτρων, το 371 π.Χ. και ανήκει στη σπουδαιότερη λατρεία των Θηβών, μαζί με αυτή της Δήμητρας Θεσμοφόρου. Στο σημείο, πριν από το ναό αυτό υπήρχε ο αρχαϊκός και ο γεωμετρικός ναός. Σήμερα σώζονται τμήματα της πήλινης κεράμωσης.
Από τις επτά μυθολογικές πύλες της ακρόπολης, σήμερα σώζονται μόνο οι δύο. Βρίσκονται στην ανατολική πλευρά της πόλης και έχουν τα βασικά χαρακτηριστικά της μυκηναϊκής οχυρωματικής τέχνης. Οι υπόλοιπες τοποθετούνται με βάση τις εξόδους της πόλης προς διάφορα σημεία της Βοιωτίας.
Το ιερό των Κάβειρων
Σε απόσταση μόλις 8 χιλιομέτρων δυτικά της Θήβας, βρίσκεται το ιερό των Καβείρων, αφιερωμένο σε δύο άγνωστης προέλευσης θεότητες, τον Κάβειρο και τον Παίδα. Οι Κάβειροι θεωρούνταν προστάτες του αμπελιού και της ευγονίας των ζώων. Το ιερό χρησιμοποιήθηκε για λατρεία από τα ρωμαϊκά χρόνια μέχρι τη ρωμαϊκή μεταχριστιανική περίοδο. Ο ναός διέθετε υπαίθρια αυλή με δύο βωμούς. Στα ανατολικά του βρίσκονται τα ερείπια μικρού θεάτρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο και δεν είχε σκηνή. Αποτελούνταν από κοίλο δέκα κερκίδων και έναν βωμό στο κέντρο της ορχήστρας.
Ιερό του Απόλλωνος Πτώου
Μόλις τρία χιλιόμετρα ανατολικά του Ακραίφνιου, σε μία πλευρά του όρους Πτώου, βρίσκεται το ιερό του Απόλλωνα Πτώου. Το ιερό ήταν άμεσα εξαρτημένο από τη Θήβα, και θεωρείται ότι δημιουργήθηκε μετά την ανοικοδόμηση των Θηβών επί του Μακεδόνα Κάσσανδρου το 316 π.Χ. Εδώ υπήρχε προγενέστερα ναός. Ο νεότερος ναός χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Στην περιοχή υπήρχε μαντείο, γνωστό σε όλη τη Βοιωτία και κάθε πέντε χρόνια διοργανώνονταν ποιητικοί και θεατρικοί αγώνες, τα Πτώϊα, οι οποίοι συνδυάζονταν με θρησκευτικές τελετές και θυσίες. Έχουν βρεθεί χάλκινα αφιερώματα, αγγεία, σκεύη και αγαλματίδια αφιερωμένα στο θεό Απόλλωνα.
Πλαταιές
Οι Πλαταιές γνωστές ήδη από τον Όμηρο βρίσκονται στους πρόποδες του Κιθαιρώνα. Πάνω τους απλώνεται το βουνό με την πλούσια χλωρίδα και χαμηλά ο απέραντος κάμπος. Η πόλη παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της σύμμαχος των Αθηναίων και αντίπαλη των Θηβαίων. Στα 479 π.Χ. εκτυλίχτηκε στα εδάφη τους η περίφημη μάχη των Πλαταιών, κορυφαίο ιστορικό γεγονός, παγκοσμίως, το πεδίο της οποίας αποτελεί σήμερα αρχαιολογικό χώρο. Σφράγισε με την έκβασή της την αντίσταση των Ελλήνων εναντίον των Περσών και κατέληξε στην ολοκληρωτική τους καταστροφή από τους τελευταίους. H συγκεκριμένη μάχη σύμφωνα με τους ευρωπαίους ακαδημαϊκούς, διέσωσε τον ελληνικό και ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Η πόλη καταστράφηκε δύο ακόμη φορές, το 427 και 372 π.Χ. από τους Θηβαίους, που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να την προσαρτήσουν στο Κοινό των Βοιωτών, που τελούσε υπό την ηγεμονία τους. Η πόλη ξανακτίζεται στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου (τέλη 4ου π.Χ. αιώνα), ενώ τα τείχη της αποκαθίστανται μόλις στον 6ο αι. μ.Χ. επί Ιουστινιανού. Από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. μαρτυρείται στις Πλαταιές λατρεία της Ηρας, της Δήμητρας, της Αθηνάς, του Ελευθερίου Διός και της Αρτέμιδος.
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως, μεταξύ άλλων, το Ηραίο, το Καταγώγιον και την περίφημη επιγραφή με το διοκλητιάνειο διάταγμα (301 μ.Χ.) που ρύθμιζε τις ανώτατες τιμές της πώλησης προϊόντων. Επίσης μυκηναϊκά (1400-1200 π.Χ.) κατάλοιπα στα Β.Δ. της οχυρωμένης ακρόπολης.
Σήμερα σώζονται τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου των αρχαίων Πλαταιών, κάποια από τον 4ο αιώνα π.Χ. και κάποια που χρονολογούνται στην προϊστορική εποχή. Ο περίβολος αυτός συνολικού μήκους 4,5 περίπου χλμ. διαφόρων χρονικών περιόδων κυρίως του 5ου αιώνα π.Χ. - 4ου μ.X. έφερε πύργους.
Στο εσωτερικό του οχυρού, στη βορειοδυτική πλευρά, βρίσκεται ο δωρικός ναός της Ήρας, όπου ήταν στημένο το άγαλμα της θεάς, έργο του Πραξιτέλη. Πρόκειται για περίπτερο δωρικό ναό κτισμένο από τους Θηβαίους στα 426/5 π.Χ. πάνω σε προηγούμενο ναό του 6ου αιώνα π.Χ. που είχε καταστραφεί από φωτιά.
ΒΔ του Ηραίου υπήρχε ο Ξενώνας ή Καταγώγιον, όπου κατέλυαν οι προσκυνητές του Ηραίου. Ήταν τετράπλευρο με πολλά δωμάτια μοιρασμένα στους δυο ορόφους του και εσωτερική κεντρική αυλή.
Κτίστηκε από τους Θηβαίους στα 426 π.Χ. για να καταλύουν σε αυτό οι προσκυνητές του Ηραίου. Ήταν τετράπλευρο με πολλά δωμάτια μοιρασμένα στους δύο ορόφους κάθε πλευράς και εσωτερική κεντρική αυλή. Στα ρωμαϊκά χρόνια πιθανόν μετατράπηκε και σε εμπορική αγορά. Σώζεται μικρό τμήμα του.
Επίσης, λίθινα θεμέλια που ανασκάφηκαν φέρεται ν’ ανήκουν στο βωμό του Ελευθερίου Διός, που έκτισαν οι Έλληνες, καθ’ υπόδειξη του δελφικού μαντείου, μετά τη νικηφόρα μάχη εναντίον των Περσών.
Λεύκτρα
Τα Λεύκτρα η μικρή πόλη της αρχαιότητας είναι γνωστή από τη νικηφόρα μάχη των Θηβαίων έναντι των Σπαρτιατών, μετά την οποία ο στρατηγός των Θηβαίων Επαμεινώνδας έστησε τρόπαιο, η αναστήλωση του οποίου έγινε το 1957 από τον καθηγητή Αναστάσιο Ορλάνδο. Το βάθρο είναι κυλινδρικό και στη βάση του υψωνόταν χάλκινο τρόπαιο, σήμερα χαμένο, όμως γνωστό από αναπαραστάσεις σε θηβαϊκά νομίσματα: επρόκειτο για κυλινδρικό στύλο πάνω στον οποίο στηρίζονταν πανοπλία, θώρακας, στρογγυλή ασπίδα, δόρυ και κράνος. Η ήρεμη πεδιάδα με τα χαμηλά υψώματα, ιδανική για μάχη, καθηλώνει στον απόηχο της αιφνιδιαστικής φονικής συμπλοκής που σφράγισε οριστικά τη μοίρα της Σπάρτης
Χαιρώνεια
Στην περιοχή της Χαιρώνειας, το χωριό Άγιος Βλάσιος έχει χτιστεί στη θέση της αρχαίας πόλης της Πανόπειας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, από εδώ περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στους Δελφούς. Θεωρείται ότι κατοικήθηκε το 18ο αιώνα π.Χ. και ορισμένους αιώνες αργότερα απέκτησε ισχυρή οχύρωση.
Το 346 π.Χ. καταστράφηκε από το στρατό του Φιλίππου Β’, αναγκάζοντας τους κατοίκους της να την οχυρώσουν, λίγο πριν την τελική αναμέτρηση με τους Μακεδόνες το 338 π.Χ., στη Χαιρώνεια. Χτισμένα με μεγάλες ορθογώνιες πέτρες, τα τείχη έκλειναν μέσα τους, την πόλη του Πανόπεα και ένα μέρος της πεδιάδας. Η πόλη λεηλατήθηκε ξανά από το μυθριδατικό στρατό, το 86 π.Χ. Σήμερα διασώζονται ορισμένα μέρη του τείχους και πύργοι, από την ακρόπολη κατά τη μυκηναϊκή εποχή, η οποία διαθέτει τρείς εισόδους, στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά.
Αρχαίο θέατρο Χαιρώνειας
Στη σκιά της ακρόπολης της Χαιρώνειας βρίσκεται το αρχαίο θέατρο, αφιερωμένο στο Διόνυσο. Η αρχαία Χαιρώνεια κατοικούνταν από τους νεολιθικούς χρόνους και το θέατρο της, λαξευμένο στο φυσικό βράχο απόλυτα ενσωματωμένο στο τοπίο, θεωρείται ότι τέθηκε σε χρήση στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. Με πολύ απλή μορφή, εκτός από παραστάσεις, χρησιμοποιήθηκε γενικά για συναντήσεις των πολιτών. Κατασκευάστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ., όμως παρουσιάζει αρκετές φάσεις ανακατασκευής. Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. άλλαξε μορφή και έγινε ημικυκλικό. Μέχρι τότε πιθανότατα δεν υπήρχε σκηνή και σε κάθε παράσταση τοποθετούνταν ξύλινες σκηνές. Σήμερα, διασώζονται στοιχεία από την ρωμαϊκή εποχή του θεάτρου, κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν εργασίες και αυξήθηκε η χωρητικότητά του. Σώζεται τμήμα του κοίλου και εδώλια, λαξευμένα πάνω στο βράχο.
Ο Λέων της Χαιρώνειας
Στην είσοδο της Χαιρώνειας, 13 χλμ. από τη Λιβαδειά, στέκει ένα μαρμάρινο βάθρο με έναν μεγάλο λέοντα. Το μνημείο στήθηκε προς τιμήν των Θηβαίων ιερολοχιτών που έπεσαν στη Μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., από την οποία νικητές βγήκαν οι Μακεδόνες. Μετά τη νίκη του ο Φίλιππος Β’ επέτρεψε την ταφή των νεκρών και ο Λέων της Χαιρώνειας στήθηκε σηματοδοτώντας το σημείο ταφής. Με ύψος 5,30 μέτρα, αναπαρίσταται καθιστό στα πίσω πόδια ένα λιοντάρι, το οποίο συμβολίζει τον ηρωισμό των στρατιωτών της Θήβας, τον οποίο αναγνώρισε και ο ίδιος ο Φίλιππος Β’. Ο Λέων αποκαλύφθηκε το 1818 και σήμερα βρίσκεται δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Χαιρώνειας.
Λιβαδόστρα
Περνώντας μέσα από τα Λεύκτρα, ο δρόμος οδηγεί στην παραλία της Λιβαδόστρας. Στην απότομη πλαγιά του βουνού Κορομπίλι είναι κτισμένη η ακρόπολη της Κρεύσιδος, ερείπια της οποίας σώζονται σήμερα με επιμελημένους ογκόλιθους της κλασικής εποχής. Η οικοδόμηση του τείχους της Ακρόπολης είναι ίδια μ’ αυτή του τείχους των Πλαταιών. Από τη θάλασσα της Λιβαδόστρας ανασύρθηκε πριν από μερικές δεκαετίες ο χάλκινος Ποσειδώνας, που σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Θίσβη
Στους νότιους πρόποδες τού Ελικώνα δεσπόζει η Θίσβη, σε απόσταση 4 χλμ. από τη θάλασσα, στην κοιλάδα του Περμησσού. Το όνομά της η αρχαία πόλη, σύμφωνα με το μύθο, το πήρε από τη νύμφη Θίσβη, κόρη του ποταμού Ασωπού, ο οποίος πηγάζει από τον Ελικώνα και τον Κιθαιρώνα. Ο Όμηρος την περιλαμβάνει μεταξύ των ελληνικών πόλεων που έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο.
Ευρήματα και ίχνη κεραμικής μαρτυρούν την κατοίκηση της από την Πρωτοελλαδική, τη Μεσοελλαδική και τη Μυκηναϊκή εποχή. Η περιοχή συνέχισε να κατοικείται στους Αρχαϊκούς, τους Κλασικούς, τους Ελληνιστικούς και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά και στη Βυζαντινή περίοδο. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς, πιθανόν στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., η Θίσβη περιήλθε στη επιρροή των Θεσπιέων, καθώς το ενδιαφέρον τους στρέφεται προς τη Θίσβη και τα λιμάνια Κρεύσις, Σίφαι και Κορσιαί στον Κορινθιακό κόλπο. Παρέμεινε όμως υπό τον έλεγχο τους σ’ όλη την Κλασική εποχή και μέχρι το 338 π.Χ. (Μάχη της Χαιρώνειας). Στη συνέχεια έγινε αυτόνομη πόλη - μέλος του Κοινού των Βοιωτών. Την Ελληνιστική περίοδο η πόλη ανέπτυξε σχέσεις με τη Σικυώνα, τη Ναύπακτο, την Άμφισσα και τη Χαλκίδα, αλλά και οικονομική συμφωνία με τις γειτονικές Κορσιές.
Η οχυρωμένη ακρόπολη της, στο λόφο Παλαιόκαστρο, βρίσκεται στα ΒΔ της, ενώ τμήμα της οχύρωσης της κάτω πόλης στα Ν-ΝΑ. Η οχύρωση ανήκει στον 4ο αιώνα π.Χ. και από το τείχος της σώζονται αρκετά τμήματα καθώς και πύργοι. Το τείχος είχε πάχος 2,30 μέτρα και συνολικό μήκος πάνω από 2,5 χλμ.
Στη Θίσβη έφτασε την παραμονή της μάχης των Λεύκτρων το 731 π.Χ. ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεόμβροτος. Ενώ το 171 π.Χ. λεηλατήθηκε από το ρωμαϊκό στρατό καθώς τάχθηκε με το μέρος του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά Περσέα.
Ο χριστιανισμός εμφανίστηκε στη Θίσβη τον 4ο αιώνα μ.Χ. Στη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων εξακολουθεί να είναι σημαντική πόλη. Ο πληθυσμός αλλάζει στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οπότε η αρχαία πόλη εγκαταλείπεται και δημιουργούνται καινούργιοι οικισμοί.
Η Θίσβη ήταν από τις ακμαιότερες πόλεις της Βοιωτίας, όπου το εμπόριο άνθισε και εξελίχθηκε μέσω των σημερινών όρμων Βαθύ και Αγίου Ιωάννη, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως λιμάνια και αποτέλεσαν αξιόλογα εμπορικά κέντρα και φρούρια για την ασφάλεια και διακίνηση των προϊόντων στο Κορινθιακό κόλπο.
Τανάγρα
Στη νοτιανατολική Βοιωτία βρισκόταν η πιο σημαντική βοιωτική πόλη κατά την αρχαιότητα. Η περιοχή υπολογίζεται ότι κατοικήθηκε τον 14ο αιώνα π.Χ. και άκμασε από τους μυκηναϊκούς μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ακρόπολη της Τανάγρας ήταν οχυρωμένη με τείχη, τα οποία σε αρκετά σημεία είχαν ενσωματωμένους πύργους. Εντός των τειχών υπήρχε ιερό του Διονύσου, με λατρευτικό άγαλμα από το γνωστό γλύπτη Πραξιτέλη και ένα δεύτερο άγαλμα. Κοντά σε αυτό το ναό, υπήρχαν άλλοι του Απόλλωνα, της Αφροδίτης Θέμιδος και του Ερμή.. Η Τανάγρα ήταν γνωστή για την αναπτυγμένη πλαστική τέχνη, καθώς είναι τόπος κατασκευής των περίφημων αγαλματιδίων γνωστά ως «κόρες της Τανάγρας».
Ορχομενός
Ο σύγχρονος Ορχομενός είναι χτισμένος κοντά στην περιοχή όπου βρισκόταν η αρχαία οχυρωμένη ακρόπολη. Η οχύρωση του περιλαμβάνει το αρχαίο θέατρο και το θολωτό τάφο του Μινύα. Η οχύρωση είναι χτισμένη περιμετρικά ενός λόφου, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ακόμη και σήμερα ο πανύψηλος Πύργος, κατασκευασμένος από ογκόλιθους. Διατηρούνται οι δύο μεγάλες καστρόπορτες. Τα τείχη της ακρόπολης είχαν καταστραφεί ολοσχερώς από τους Θηβαίους το 364 π.Χ. και ανακατασκευάστηκαν από τον Φίλιππο Β’, μετά τη Μάχη της Χαιρώνειας.
Το αρχαίο θέατρο Ορχομενού είναι χτισμένο πάνω στην πλαγιά και η κατασκευή του χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ., στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου. Το κοίλο του είναι προσανατολισμένο ανατολικά και δεν έχει διαζώματα. Σήμερα σώζονται τα έδρανα της προεδρίας με το ανάγλυφο διάκοσμο τους. Θεωρείται ότι το αρχαίο θέατρο φιλοξενούσε τα Χαριτήσια, που ήταν μουσικοί, θεατρικοί, ποιητικοί και ρητορικοί αγώνες προς τιμήν των Χαρίτων, καθώς οι Χάριτες ήταν οι πιο σημαντικές θεότητες στην περιοχή.
Ο θολωτός τάφος του Μινύα βρίσκεται στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου και περικλείεται εντός των τειχών. Ο σκοπός της κατασκευής του δεν είναι γνωστός αποδεικνύει ωστόσο τη σπουδαία τέχνη των Μινυών. Μαρμάρινος, περιβάλλεται από τάφρο, και η είσοδος του οδηγεί σε ένα κυκλικό οικοδόμημα με κωνική στέγη και το θάλαμο. Ο τάφος του Μινύα θεωρείται από τα σημαντικότερα μνημεία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής.
Πηγή:
http://www.visitviotia.gr
http://www.thiva.gr
http://www.wiw.gr
http://discoverviotia.gr
https://www.gtp.gr